- ἀποπαύστωρ
- ἀπο-παύστωρ, ορος, ὁ,A = ἀποπαύων, Orph.H.39.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποπαύστορα — ἀποπαύστωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)